- διαφθείρω
- (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά»)2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)3. (για γυναίκες) αποπλανώ, ατιμάζω, διακορεύω, απατώ«οὐ μόνον τὴν σὴν γυναίκα διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ.) διεφθαρμένοςο ηθικά ξεπεσμένος, έκφυλος, αισχρόςαρχ.1. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω2. (για ανθρ.) σκοτώνω, θανατώνω, σφάζω («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», Ηρόδ.)3. εξοντώνω, εξολοθρεύω («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῑ», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)4. σπάζω, τσακίζω («ὑγιὴ λίθον διαφθείρω»)5. (για καταστάσεις) διαλύω, π.χ., συναναστροφή6. εξασθενώ («χεῑρα δ' οὐ διαφθερῶ», Ευρ. Μήδ.)7. (για γυναίκα) αποβάλλω, ρίχνω το παιδί («κρύφα τις διαπαρθενευθεῑσα καἰ διαφθαρεῑσα τὸ βρέφος»)8. ξεχνώ, λησμονώ («οὐκ ἴσθ, ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῑν ἔμελλον», Ευρ., Ιππ.)9. (παρακμ.) α) (αμτβ.) διέφθοραείμαι χαμένος, έχω καταστραφεί (συνήθ. σε χρήση ως μτχ. διεφθορώςχαλασμένος, μολυσμένος, αποσυνθεμένος)β) στους δόκιμους αττικούς συγγραφείς πάντα μτβ. («τάς... ελπίδας διέφθορεν», Σοφ. Ηλ.)10. φρ. «διαφθείρω τους νόμους» — διαστρέφω τους νόμους.
Dictionary of Greek. 2013.